παράσταση

παράσταση
I
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση επισήμου προσώπου (έξοδα π.). Ακόμα, η αμοιβή δικηγόρου για την εμφάνισή του σε δικαστήριο. Στην ψυχολογία χρησιμοποιείται ο όρος ανάπλαση παραστάσεων και στα μαθηματικά ονομάζεται π. το σύνολο αριθμών, γραμμάτων και συμβόλων με τα οποία καθορίζονται πράξεις που πρέπει να γίνουν. Στον πληθυντικό, π. λέγονται οι διαμαρτυρίες διπλωματικών αντιπροσώπων.
Η συνηθέστερη χρησιμοποίηση της λέξης π. αναφέρεται στη διδασκαλία ενός θεατρικού έργου από σκηνής. Υπάρχει ωστόσο, σε μερικά ειδικευμένα συγγράμματα αισθητικής, αναφορά του όρου και για τον εντοπισμό του θέματος ζωγραφικών πινάκων, με τη μορφή πίνακες θεατρικών π. Οι πίνακες αυτοί αντλούν το θέμα τους από τα παρασκήνια ή και από π. θεατρικών έργων.
Στιγμιότυπο από σύγχρονη απόδοση της κωμωδίας «Νεφέλες» του Αριστοφάνη σε παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (φωτ. ΑΠΕ).
Απεικόνιση θεατρικής παράστασης στο πίνακα του Ονόρε Ντάμιε, με τίτλο «Η παράσταση αρχίζει» (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι).
II
(Νομ.). Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Αθήνα η δραχμή που έπρεπε να κατατεθεί από τον ενάγοντα και από τον εναγόμενο, όταν κατέφευγαν στους διαιτητές για να λύσουν τη μεταξύ τους διαφορά. Εξάλλου στην περίπτωση υπωμοσίας έπρεπε να καταβληθεί και πάλι από τον κάθε διάδικο μια δραχμή. Τέλος, για να κινηθεί μια αγωγή δημόσια, αφού είχε κριθεί εισαγώγιμη από τον αρμόδιο άρχοντα, έπρεπε αμέσως να κατατεθούν τα κατά νόμο δικαστικά τέλη. Το πιο συνηθισμένο ήταν η π., μια δραχμή, που πληρωνόταν μόνο από τον ενάγοντα στις περισσότερες δίκες Δημοσίου, εκτός από την περίπτωση που έπρεπε να καταβληθεί μεγαλύτερο ποσό, τα πρυτανεία. Δεν είναι γνωστό πάντως πού κλιμακώνονταν τότε τα έξοδα της δίκης και αν το ποσό επιστρεφόταν στον ενάγοντα όταν κέρδιζε τη δίκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Αριστοτέλη, την π. κατέθεταν για αγωγή «ξενίας», «δώρο ξενίας», «συκοφαντίας», «δώρων», «ψευδεγγραφής», «ψευδοκλητείας», «βουλεύσεως», «αγραφίου», «μοιχείας», που συνήθως ήταν στη δικαιοδοσία των θεσμοθετών. Για τη δίκη «ύβρεως» κ.ά. δεν χρειαζόταν να καταβληθεί η π., εκδικαζόταν από το σώμα των θεσμοθετών, όπως οι περισσότερες.
* * *
η / παράστασις, -εως, ΝΜΑ [παρίστημι]
(νομ.) εμφάνιση δικηγόρου ή άλλου πληρεξουσίου στο δικαστήριο ή σε άλλη αρχή, όπως ο νόμος ορίζει ή επιτρέπει
νεοελλ.
1. περιγραφή, απόδοση, παρουσίαση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων
2. το ίδιο το πράγμα που εμφανίζεται ή καταδεικνύεται
3. απεικόνιση σκηνών τού εξωτερικού ή εσωτερικού μας κόσμου με την βοήθεια τών εικαστικών τεχνών («η παράσταση τής Σταύρωσης»)
4. (επαινετικώς) εξωτερική όψη ανθρώπου ή ζώου, παρουσιαστικό, παράστημα («έχει μεγαλοπρεπή παράσταση»)
5. κοινωνική εμφάνιση αξιωματούχου ή επίσημου προσώπου, καθιερωμένη σύμφωνα με τον νόμο ή τα ήθη και τα έθιμα («έξοδα παραστάσεως» — χρηματικό ποσό, επίδομα που χορηγείται σε αξιωματούχο ή σε υπάλληλο για διάφορα έξοδα)
6. ανέβασμα θεατρικού έργου στην σκηνή («η παράσταση τής Αντιγόνης τού Σοφοκλέους»)
7. (φιλοσ.) θεμελιακός τρόπος ανθρώπινης ψυχικής ενέργειας με τον οποίο γνωστά αντικείμενα αναπαρίστανται, δηλ. αναγεννιούνται μέσα στην συνείδηση χωρίς άμεσο εξωτερικό ερεθισμό ως εικόνες όμοιες με εκείνες που σχηματίστηκαν άλλοτε με άμεσους εξωτερικούς ερεθισμούς
8. (ψυχολ.) νοητή εικόνα που σχηματίζεται με βάση προγενέστερο αίσθημα ή προγενέστερη αντίληψη και η οποία είτε είναι σαφής και προέρχεται από την πραγματικότητα είτε, ιδίως σε κατάσταση πάθους ή φρενοπάθειας, είναι συγκεχυμένη και ακανόνιστη (α. «ανάπλαση παραστάσεων» β. «συνειρμός παραστάσεων»)
9. φρ. α) «αλγεβρική παράσταση» — όρος τής άλγεβρας, σύνολο γραμμάτων που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα αριθμών ή ποσοτήτων ή, τέλος, συνδυασμός αριθμών και γραμμάτων, που συνδέονται με σύμβολα διαφόρων πράξεων
β) «γραφική παράσταση» — γραφική απεικόνιση διαφόρων στοιχείων ή μεγεθών με την μορφή διαγράμματος, πίνακα, σχεδίου κ.λπ.
γ) «φυσική παράσταση»
μαθημ. διανυσματική εξίσωση μιας καμπύλης ως προς μια φυσική παράμετρο της
10. στον πληθ. οι παραστάσεις
(διπλωμ.) διαμαρτυρίες διπλωματικού αντιπροσώπου κράτους προς την κυβέρνηση τού κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένος, εξαιτίας γεγονότος ή κατάστασης δυσάρεστης και με σκοπό την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής χώρας του («η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε παραστάσεις προς την τουρκική, για την παραβίαση τού ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροπλάνα»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το να παριστάνει κανείς κάτι φανερά, μπροστά σε κάποιον
μσν.
1. (για κληρικούς) είδος υπηρεσίας που προσφερόταν κατά την διάρκεια τής λατρείας
μσν.-αρχ.
1. έκθεση, επίδειξη πολυτελών και πολύτιμων πραγμάτων
2. πλούσιος διάκοσμος
3. (για πρόσ.) μεγαλοπρεπής, πομπώδης εμφάνιση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς κάτι κατά μέρος, να τό απωθεί, να τό απομακρύνει
2. εκτόπιση, εξορία
3. μτφ. εξήγηση, απόδειξη
4. έκθεση αντικειμένων για λειανική πώληση
5. διορισμός κάποιου από κάποιον άλλο, ανάθεση πληρεξουσιότητας για να κάνει ή να αποδεχθεί κάτι
6. τό να στέκεται κάποιος κοντά, δίπλα, ιδίως το να στέκεται κανείς κοντά σε βασιλιά ή ηγεμόνα
7. διορισμός
8. κρίση, σκέψη, στοχασμός
9. (ως αττ. δικαν. όρος) τα χρήματα που κατέβαλλε ο ενάγων κατά τη δημόσια αγωγή, εισφορά όμοια με το σημερινό παράβολο
10. πολύ μεγάλο θάρρος, κουράγιο
11. ετοιμότητα πνεύματος
12. κλίση, διάθεση, επιθυμία
13. (για θεό) συμπαράσταση, βοήθεια
14. συνοδεία, ακολουθία από παριστάμενους
15. (για κληρικούς και εκκλησίασμα) σύναξη, συνάθροιση
16. διαβεβαίωση, εγγύηση
17. διακήρυξη, ανακοίνωση
18. παράφορα, απόγνωση, απελπισία
19. (κατά τον Ησύχ.) φυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράσταση — η 1. απεικόνιση, παρουσίαση: Θεατρική ή ζωγραφική παράσταση. 2. παρουσιαστικό, παράστημα, αυτοπρόσωπη εμφάνιση σε κάποιον: Έχει επιβλητική παράσταση. 3. νοητή εικόνα: Ας κάνει ένα ταξίδι ν αλλάξει και παραστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… …   Dictionary of Greek

  • απογευματινή παράσταση — Θεατρική παράσταση που δίνεται τις απογευματινές ώρες. Οι πρώτες παραστάσεις του είδους οργανώθηκαν από τον Γκέτε στη Βαϊμάρη. Στη Γαλλία, τις παραστάσεις αυτές καθιέρωσε ο Ιλαριόν Μπαλάντ (1869), ενώ στη Ρωσία η πρώτη α.π. δόθηκε στην Πετρούπολη …   Dictionary of Greek

  • γραφική παράσταση — Η παράσταση των φαινομένων με γεωμετρικά σχήματα, με σκοπό να δοθεί μία άμεση, ζωηρή και περισσότερο κατανοητή αντίληψη της πορείας και της δομής των ίδιων των φαινομένων. Οι στατιστικές σειρές μεταφράζονται με τα λεγόμενα ιδεογράμματα και… …   Dictionary of Greek

  • ιστορική παράσταση — Βλ. λ. ιστόγραμμα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”